Οι Πέντε Φωνές.

Το χέρι του Άρθαλ πονούσε καθώς αναίβενε τις παγωμένες βουνοκορφές της Αλτάρια, ενώς τόπου μακριά από το σπίτι του που πλέον ήταν στάχτες, μακριά από την αγαπημένη του Φλέρια, που βρισκόταν ξαπλωμένη, παγωμένη για πάντα στον χρόνο, στο πάτωμα από ότι είχε μείνει. Πέτρινο δάσος έλεγαν πλέον το όμορφο δάσος που κάποτε ονομαζόταν Anwinfell. Θυμήθηκε ξανά την ημέρα, την ημέρα όπου το πυρίνο ποτάμι κύλισε καυτό και γεμάτο θάνατο από το ζωντανό βουνό, το Caledhon. Την ημέρα που εκείνος σώθηκε από θαύμα, και η Φλέρια πέθανε ουρλιάζοντας καθώς το πύρινο πόταμι την τύλιγε.

Ο Άρθαλ δεν είχε άλλο ξωτικό ή άνθρωπο που αισθανόταν κόντα, μόνο εκείνη. Ακόμα και αν εκείνη δεν τον είδε πότε με τον τρόπο που την έβλεπε, Πάντα κάτι πήγαινε λάθος με τον τρόπο που σκεφτόνταν, πολλές φορές οι σκέψεις του ήταν σκοτεινές, καθώς έτρεχε από ένα μέλλον το οποίο φοβόταν. Θα κληρονομούσε το βόρειο βάσιλείο του Anwinfell, ο ίδιος δεν το ήθελε, μα όλη του την ζωη τον προετοίμαζαν για αυτό, και φόβοταν για όταν θα ερχόταν η στιγμή να το κάνει, φοβοταν πως θα αποτύχει. Η υπερβολικές απαιτήσεις της οικογένειας του, το ασήκωτο βάρος το οποίο του θύμιζαν συνέχεια ότι έπρεπε να σηκώσει τον αποξένωσαν από τον κόσμο. Ο φόβος του για να αντιμετωπίσει κατάστασεις τον απέτρεψε από το να αποκτήσει αυτό που ήθελε.

Παρόλα αυτά η φίλη του η Φλέριαν ήταν το μόνο άτομο με το οποίο πραγματικά αισθανόταν άνετα, πολλές φορές έφευγαν μαζί από την πόλη και παιρνούσαν μέρες στο δάσος στα ποτάμια. Την αγαπούσε μα αυτό το συνηδητοποιήσε πολύ αργά, και φοβόταν να της το πει καθώς φοβόταν να αντίμετωπίσει την πιθανή απόρριψη της. Και τα χρόνια πέρασαν και η Φλεριαν παντρεύτηκε κάποιο άλλο ξωτικό, και οι μέρες όπου περνούσε χρόνο μαζί του λιγόστεψαν. Πλέον δεν θα υπάρξουν άλλες γιατί η Φλέριαν δεν υπήρχε πια.

Χιλιάδες πέθαναν εκείνη την μέρα που το πύρινο ποτάμι πλυμήρισε το δάσος του, μα όχι αυτός, δεν κατάλαβε γιατί. Όταν ξυπνίσε τριγύρω του ήταν καμένα τα πάντα, μα εκείνος ήταν άθικτος. Μέτα από πέντε μέρες του μίλησε η πρώτη φωνή στον ύπνο του, έπειτα η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη και τέλος η πέμπτη. Κάθε μια του πρόσφερε και κάτι διαφορετικό από ότι ποθούσε, μα η τελευταία του πρόσφερε κάτι που θα έκανε τα πάντα, την Φλέριαν πίσω.

Οράματα τον έφεραν σε εκείνο μέρος. πάνω ψηλά στην παγωμένη κορφή της Αλτάρια μέσα σε μια σπηλιά, και κατέβαινε μέσα απο δαιδαλώδεις διαδρόμους, τόσο βαθιά και τόσο μακρία που έχασε την αίσθηση του χρόνου, μα κάποια στιγμή την βρήκε. Βρήκε αυτό που στα όνειρα του του είχαν υπόδειξει οι 5 φωνές. Την λίμνη.

Η λίμνη ήταν απόκοσμη, τα νερά της φωτείζονταν από 5 διαφορετικά χρώματα, κάτι τον καλούσε μέσα. Έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε, το νέρο ήταν παγωμένο αλλα ξαφνικά έγινε καυτό, καθώς είδε τα πέντε χρώματα να αναδυόνται στο νερο να παίρνουν μορφή και ξαφνικά να μπαίνουν μέσα στο στώμα του. και το μόνο που είδε μπροστά του ήταν μια γυναικά. Η Φλέριαν, η οποία του πρόσφερε τα πάντα, ότι ήθελε, και τέλος του υπόσχεθηκε ότι στο τέλος θα ξαναειδωθουν. Πήγε να ακουμπήσει το χέρι της μα εκείνη χάθηκε στον αέρα, και ξάφνου μπροστά του υπήρχε ένας τεράστιος δράκος, με πέντε κεφάλια, το καθένα διαφορετικό χρώμα. “Αποδέχεσε;” τον ρώτησε. “Για αυτήν”. Ότι απομένει από την ψυχή μου σε αυτό το κόσμο είναι πλέον μαζί σου, “βοήθησε με, για να σε βοηθήσω”